ιεροεξεταστικός

ιεροεξεταστικός
-ή, -ό [ιεροεξεταστής]
αυτός που αναφέρεται στην Ιερά Εξέταση ή στον ιεροεξεταστή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιεροεξεταστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον ιεροεξεταστή ή την Ιερή Εξέταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”